- σκριβλίτης
- σκριβλίτης [λῑ], ου, ὁ, a kind of cheese-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκριβλίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκριβλίτης — ὁ, Α είδος πίτας με τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrīb(i)līta. Η άποψη ότι η λατ. λ. είναι δάνεια από την Ελληνική και ότι συνδέεται με το επί θ. στρεβλός μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρεβλίτης δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek